εικοσαήμερο(ν)

εικοσαήμερο(ν)
το промежуток времени, срок в двадцать дней

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "εικοσαήμερο(ν)" в других словарях:

  • Καζανόβα, Τζοβάνι Τζάκομο — (Giovanni Giacomo Casanova, Βενετία 1725 – Πύργος του Ντούχτσοφ, Βοημία 1798). Ιταλός συγγραφέας και τυχοδιώκτης. Γιος ηθοποιού, άρχισε να σπουδάζει στην ιερατική σχολή της Βενετίας, απ’ όπου τον απέβαλαν όμως εξαιτίας ενός σκανδάλου, αφού ήδη… …   Dictionary of Greek

  • εικοσαήμερος, -η — ο 1. που έχει διάρκεια είκοσι ημερών: Πήρε εικοσαήμερη άδεια. 2. το ουδ. ως ουσ., εικοσαήμερο, το χρονικό διάστημα είκοσι ημερών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»